- ὑστερογονία
- ὑστερο-γονία, ἡ,A posterity, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υστερογονία — ἡ, ΜΑ (με περιλπτ. σημ.) οι απόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + γονία (< γονος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κακο γονία] … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek